κροκόδειλοι

Count: 12

NOM.PL MASC κροκόδειλος ADJ a lizard (see -διλος)

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

κροκόδειλοι NOM.PL MASC κροκόδειλος NOUN 11
κροκόδειλοι NOM.PL FEM κροκόδειλος ADJ 2
κροκόδειλοι NOM.PL FEM κροκόδειλος NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

κροκοδείλους NOM.PL MASC κροκόδειλος ADJ 1