παμπόνηρος

Count: 12

NOM.SG MASC παμπόνηρος ADJ all-depraved, thoroughly knavish

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

παμπόνηρος NOM.SG MASC παμπόνηρος NOUN 7
παμπόνηρος NOM.SG FEM παμπόνηρος ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

παμπόνηρός NOM.SG MASC παμπόνηρος ADJ 2
παμπόνηροϲ NOM.SG MASC παμπόνηρος ADJ 1