γαστριμαργία

Count: 12

NOM.SG FEM γαστριμαργία NOUN gluttony

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

γαϲτριμαργία NOM.SG FEM γαστριμαργία NOUN 3
Γαϲτριμαργία NOM.SG FEM γαστριμαργία NOUN 1
Γαστριμαργία NOM.SG FEM γαστριμαργία NOUN 1