Δωρικῶς

Count: 13

GEN.SG MASC δωρικός NOUN Doric

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

Δωρικῶς INDECL δωρικός ADV 34
Δωρικῶς NOM.SG MASC δωρικός ADJ 2
Δωρικῶς GEN.SG MASC δωρικός ADJ 1
Δωρικῶς GEN.SG NEUT δωρικός ADJ 1
Δωρικῶς NOM.SG MASC δωρικός NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

Δωρικῶϲ GEN.SG MASC δωρικός NOUN 11
Δωρικίῶς GEN.SG MASC δωρικός NOUN 1
Δωρικά GEN.SG MASC δωρικός NOUN 1