συστρατιῶται

Count: 13

NOM.PL MASC συστρατιώτης NOUN a fellow-soldier

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

συστρατιῶται VOC.PL MASC συστρατιώτης NOUN 41
συστρατιῶται PRES MID 3SG IND συστρατιώτης VERB 1