στέφανός

Count: 13

NOM.SG MASC στέφανος NOUN Stephanus
wreath, crown

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

στέφανος NOM.SG MASC στέφανος NOUN 266
Στέφανος NOM.SG MASC στέφανος NOUN 144
Στέφανός NOM.SG MASC στέφανος NOUN 4
Στέφανοϲ NOM.SG MASC στέφανος NOUN 3
Στεφάνων NOM.SG MASC στέφανος NOUN 2
ϲτεφάνοιϲκοϲμήϲαϲ NOM.SG MASC στέφανος NOUN 1
στέφανοσʼ NOM.SG MASC στέφανος NOUN 1