πολῖταί

Count: 13

NOM.PL MASC πολίτης NOUN (fellow) citizen
Polites

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

πολῖται NOM.PL MASC πολίτης NOUN 412
πολιῆται NOM.PL MASC πολίτης NOUN 8
πολίται NOM.PL MASC πολίτης NOUN 3
πολίαρχοι NOM.PL MASC πολίτης NOUN 1
διαπολῖται NOM.PL MASC πολίτης NOUN 1
πολῖται> NOM.PL MASC πολίτης NOUN 1