διαφθείρειεν

Count: 13

AOR ACT 3SG OPT διαφθείρω VERB to destroy, ruin; to corrupt

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

διαφθείρειε AOR ACT 3SG OPT διαφθείρω VERB 6
διαφθαρεῖεν AOR ACT 3SG OPT διαφθείρω VERB 4
διαφθείραι AOR ACT 3SG OPT διαφθείρω VERB 3
διαφθείροι AOR ACT 3SG OPT διαφθείρω VERB 1
διαφθείραιεν AOR ACT 3SG OPT διαφθείρω VERB 1