καθάρσιος

Count: 13

GEN.SG FEM καθάρσιος NOUN cleansing

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

καθάρσιος NOM.SG MASC καθάρσιος ADJ 28
καθάρσιος GEN.SG FEM καθάρσιος ADJ 6
καθάρσιος NOM.SG FEM καθάρσιος ADJ 2
καθάρσιος GEN.SG NEUT καθάρσιος NOUN 2