δισύλλαβον

Count: 14

NOM.SG NEUT δισύλλαβος NOUN of two syllables

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

δισύλλαβον ACC.SG MASC δισύλλαβος NOUN 19
δισύλλαβον NOM.SG NEUT δισύλλαβος ADJ 17
δισύλλαβον ACC.SG MASC δισύλλαβος ADJ 3
δισύλλαβον ACC.SG NEUT δισύλλαβος NOUN 3
δισύλλαβον ACC.SG NEUT δισύλλαβος ADJ 3
δισύλλαβον NOM.SG MASC δισύλλαβος NOUN 1