πλεονασμός

Count: 14

NOM.SG MASC πλεονασμός NOUN superabundance, excess

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

πλεονασμός NOM.SG MASC πλεονασμός ADJ 4
πλεονασμός NOM.SG FEM πλεονασμός ADJ 1
πλεονασμός NOM.SG NEUT πλεονασμός NOUN 1
πλεονασμός NOM.SG MASC πλεονασμός NOUN 2

Other Forms With Same Analysis

πλεονασμὸς NOM.SG MASC πλεονασμός NOUN 45
πλεοναϲμὸϲ NOM.SG MASC πλεονασμός NOUN 25
πλεοναϲμῷ NOM.SG MASC πλεονασμός NOUN 9
ἀναδιπλασιασμὸς NOM.SG MASC πλεονασμός NOUN 8
Πλεονασμός NOM.SG MASC πλεονασμός NOUN 2
πλεοναϲμόϲ NOM.SG MASC πλεονασμός NOUN 1
Πλεονασμὸς NOM.SG MASC πλεονασμός NOUN 1