δάκτυλοϲ

Count: 14

NOM.SG MASC δάκτυλος NOUN a finger

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

δάκτυλοϲ NOM.SG FEM δάκτυλος NOUN 2
δάκτυλοϲ NOM.SG MASC δάκτυλος ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

δάκτυλος NOM.SG MASC δάκτυλος NOUN 136
δακτύλιός NOM.SG MASC δάκτυλος NOUN 6
Δάκτυλος NOM.SG MASC δάκτυλος NOUN 6
δάκτυλός NOM.SG MASC δάκτυλος NOUN 4
δάκτυλον NOM.SG MASC δάκτυλος NOUN 1
δάκτυλος᾿ NOM.SG MASC δάκτυλος NOUN 1