διαιρετὸς

Count: 15

NOM.SG MASC διαιρετός NOUN divided, separated

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διαιρετὸς NOM.SG MASC διαιρετός ADJ 15
διαιρετὸς PRES MID NOM.SG MASC PTCP διαιρετός VERB 1
διαιρετὸς NOM.SG FEM διαιρετός NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

διαιρετὸν NOM.SG MASC διαιρετός NOUN 3