Βαρβαρισμὸς

Count: 15

NOM.SG MASC βαρβαρισμός NOUN barbarism

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

Βαρβαρισμὸς NOM.SG FEM βαρβαρισμός NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

βαρβαρισμὸς NOM.SG MASC βαρβαρισμός NOUN 8
βαρβαρισμός NOM.SG MASC βαρβαρισμός NOUN 7
Βαρβαρισμός NOM.SG MASC βαρβαρισμός NOUN 3
βαρβαριϲμὸϲ NOM.SG MASC βαρβαρισμός NOUN 2
βαρβαριϲμόϲ NOM.SG MASC βαρβαρισμός NOUN 1