κροκοδείλους

Count: 15

ACC.PL MASC κροκόδειλος NOUN a lizard (see -διλος)

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

κροκοδείλους ACC.PL MASC κροκόδειλος ADJ 33
κροκοδείλους ACC.PL FEM κροκόδειλος ADJ 1
κροκοδείλους NOM.PL MASC κροκόδειλος ADJ 1