διαιρετῶν

Count: 15

GEN.PL MASC διαιρετός NOUN divided, separated

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διαιρετῶν GEN.PL NEUT διαιρετός NOUN 6
διαιρετῶν GEN.PL NEUT διαιρετός ADJ 4
διαιρετῶν PRES ACT NOM.SG MASC PTCP διαιρετός VERB 2
διαιρετῶν GEN.PL FEM διαιρετός NOUN 2