διάπλους

Count: 15

ACC.PL MASC διάπλοος NOUN sailing continually

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διάπλους NOM.SG MASC διάπλοος NOUN 12
διάπλους ACC.PL MASC διάπλοος ADJ 3
διάπλους AOR ACT 2SG IND διάπλοος VERB 1
διάπλους IMPRF ACT 2SG IND διάπλοος VERB 1