ξύμβουλος

Count: 15

NOM.SG MASC σύμβουλος NOUN an adviser, counsellor

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ξύμβουλος NOM.SG MASC σύμβουλος ADJ 2
ξύμβουλος NOM.SG FEM σύμβουλος NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

σύμβουλος NOM.SG MASC σύμβουλος NOUN 167
σύμβουλός NOM.SG MASC σύμβουλος NOUN 6
ϲύμβουλοϲ NOM.SG MASC σύμβουλος NOUN 5
Σύμβουλός NOM.SG MASC σύμβουλος NOUN 2
σύμβουλον NOM.SG MASC σύμβουλος NOUN 1
ξύμβουλοϲ NOM.SG MASC σύμβουλος NOUN 1