γραμματιστὴς

Count: 15

NOM.SG MASC γραμματιστής NOUN clerk, school master

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

γραμματιστής NOM.SG MASC γραμματιστής NOUN 8
Γραμματιϲτήϲ NOM.SG MASC γραμματιστής NOUN 1
γραμματιϲτὴϲ NOM.SG MASC γραμματιστής NOUN 1