πολυπραγμοσύνη

Count: 15

NOM.SG FEM πολυπραγμοσύνη NOUN the character and conduct of the πολυπράγμων, curiosity, officiousness, meddlesomeness

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

πολυπραγμοσύνη NOM.SG FEM πολυπραγμοσύνη NOUN 2

Other Forms With Same Analysis

Πολυπραγμοϲύνη NOM.SG FEM πολυπραγμοσύνη NOUN 1
πολυπραγμοϲύνη NOM.SG FEM πολυπραγμοσύνη NOUN 1