Περιπατητικοί

Count: 16

NOM.PL MASC περιπατητικός NOUN walking about while teaching

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

Περιπατητικοί NOM.PL MASC περιπατητικός ADJ 9
Περιπατητικοί VOC.PL MASC περιπατητικός ADJ 2

Other Forms With Same Analysis

Περιπατητικοὶ NOM.PL MASC περιπατητικός NOUN 37
Στωϊκοί NOM.PL MASC περιπατητικός NOUN 7
Στωϊκοῖ NOM.PL MASC περιπατητικός NOUN 1