γελαστικόν

Count: 16

ACC.SG NEUT γελαστικός ADJ inclined to laugh

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

γελαστικόν NOM.SG NEUT γελαστικός ADJ 106
γελαστικόν ACC.SG MASC γελαστικός ADJ 6
γελαστικόν PRES ACT 3SG IND γελαστικός VERB 1

Other Forms With Same Analysis

γελαστικὸν ACC.SG NEUT γελαστικός ADJ 23
γελαστικόν᾿ ACC.SG NEUT γελαστικός ADJ 2
γελαστικὸ ACC.SG NEUT γελαστικός ADJ 1