ἑτερομήκης

Count: 16

NOM.SG MASC ἑτερομήκης NOUN with sides of uneven length

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ἑτερομήκης GEN.SG FEM ἑτερομήκης NOUN 4
ἑτερομήκης NOM.SG FEM ἑτερομήκης NOUN 1
ἑτερομήκης GEN.SG FEM ἑτερομήκης ADJ 1
ἑτερομήκης NOM.SG FEM ἑτερομήκης ADJ 1
ἑτερομήκης ACC.PL FEM ἑτερομήκης ADJ 1
ἑτερομήκης NOM.SG MASC ἑτερομήκης ADJ 1
ἑτερομήκης NOM.SG FEM ἑτερομήκης ADJ 1