κλέπτηϲ

Count: 17

NOM.SG MASC κλέπτης NOUN a thief

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

κλέπτης NOM.SG MASC κλέπτης NOUN 218
Κλέπτης NOM.SG MASC κλέπτης NOUN 5
Κλέπτηϲ NOM.SG MASC κλέπτης NOUN 1
κλέπτης< NOM.SG MASC κλέπτης NOUN 1
κλέπτο NOM.SG MASC κλέπτης NOUN 1