καρποφορία

Count: 17

NOM.SG FEM καρποφορία NOUN fruit-bearing

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

καρποφορία DAT.SG FEM καρποφορία NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

>καρποφορία< NOM.SG FEM καρποφορία NOUN 2
καρποφορία< NOM.SG FEM καρποφορία NOUN 1
Καρποφορία NOM.SG FEM καρποφορία NOUN 1