διαφθαρήσεται

Count: 17

FUT MID 3SG IND διαφθείρω VERB to destroy, ruin; to corrupt

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διαφθαρήσεται FUT PASS 3SG IND διαφθείρω VERB 36

Other Forms With Same Analysis

διαφθείρεται FUT MID 3SG IND διαφθείρω VERB 4
διαφθαρεῖται FUT MID 3SG IND διαφθείρω VERB 1
διαφθαρήσεταί FUT MID 3SG IND διαφθείρω VERB 1