κροκοδείλου

Count: 17

GEN.SG MASC κροκόδειλος NOUN a lizard (see -διλος)

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

κροκοδείλου GEN.SG MASC κροκόδειλος ADJ 10
κροκοδείλου GEN.SG NEUT κροκόδειλος ADJ 2
κροκοδείλου PRES MID 2SG IMP κροκόδειλος VERB 1
κροκοδείλου GEN.SG FEM κροκόδειλος ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

Κροκοδείλου GEN.SG MASC κροκόδειλος NOUN 1