διδάσκαλος

Count: 18

NOM.SG FEM διδάσκαλος NOUN a teacher, master

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διδάσκαλος NOM.SG MASC διδάσκαλος NOUN 719
διδάσκαλος VOC.SG MASC διδάσκαλος NOUN 4

Other Forms With Same Analysis

διδάϲκαλοϲ NOM.SG FEM διδάσκαλος NOUN 1
διδάσκαλός NOM.SG FEM διδάσκαλος NOUN 1