καταφρονηταὶ

Count: 18

NOM.PL MASC καταφρονητής NOUN a despiser

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

καταφρονηταὶ VOC.PL MASC καταφρονητής NOUN 4
καταφρονηταὶ PRES MID 3PL IND καταφρονητής VERB 1

Other Forms With Same Analysis

καταφρονηταί NOM.PL MASC καταφρονητής NOUN 6
Καταφρονηταὶ NOM.PL MASC καταφρονητής NOUN 1