ἐπίτροπος

Count: 18

NOM.SG MASC ἐπίτροπος NOUN one to whom a charge is entrusted, a trustee, administrator

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ἐπίτροπος NOM.SG MASC ἐπίτροπος ADJ 111
ἐπίτροπος NOM.SG FEM ἐπίτροπος ADJ 5
ἐπίτροπος NOM.SG MASC ἐπίτροπος NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

ἔξαρχός NOM.SG MASC ἐπίτροπος NOUN 2
ἐπίτροπός NOM.SG MASC ἐπίτροπος NOUN 2
Ἐπίγονός NOM.SG MASC ἐπίτροπος NOUN 1