μακροβιότητος

Count: 18

GEN.SG FEM μακροβιότης NOUN longevity

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

μακροβιότητός GEN.SG FEM μακροβιότης NOUN 2
μακροβιότητοϲ GEN.SG FEM μακροβιότης NOUN 1