κατεργάζονται

Count: 18

PRES MID 3PL IND κατεργάζομαι VERB to effect by labour, to achieve, accomplish

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

Εργάζονται PRES MID 3PL IND κατεργάζομαι VERB 2
κατγασκευάζονται PRES MID 3PL IND κατεργάζομαι VERB 1
κατεργαζονται PRES MID 3PL IND κατεργάζομαι VERB 1
κατεργάζονταί PRES MID 3PL IND κατεργάζομαι VERB 1