κροκόδειλος

Count: 19

NOM.SG MASC κροκόδειλος ADJ a lizard (see -διλος)

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

κροκόδειλος NOM.SG MASC κροκόδειλος NOUN 37
κροκόδειλος NOM.SG FEM κροκόδειλος ADJ 2

Other Forms With Same Analysis

κροκόδειλοϲ NOM.SG MASC κροκόδειλος ADJ 2