κατάσκοπον

Count: 19

ACC.SG MASC κατάσκοπος NOUN one who keeps a look out, a scout, spy

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

κατάσκοπον ACC.SG MASC κατάσκοπος ADJ 20
κατάσκοπον ACC.SG FEM κατάσκοπος ADJ 2
κατάσκοπον ACC.SG NEUT κατάσκοπος ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

κατάσκοπόν ACC.SG MASC κατάσκοπος NOUN 1
κατάσκοπο ACC.SG MASC κατάσκοπος NOUN 1