καταρράκτας

Count: 19

ACC.PL MASC καταρράκτης NOUN down-rushing; (subst.) waterfall, sluice, movable bridge

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

καταρράκτας ACC.PL FEM καταρράκτης NOUN 2
καταρράκτας AOR ACT NOM.SG MASC PTCP καταρράκτης VERB 1

Other Forms With Same Analysis

Καταρράκτας ACC.PL MASC καταρράκτης NOUN 2
καταῤῥάκτας ACC.PL MASC καταρράκτης NOUN 1
καταρράκταϲ ACC.PL MASC καταρράκτης NOUN 1