κροκόδειλον

Count: 19

ACC.SG MASC κροκόδειλος NOUN a lizard (see -διλος)

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

κροκόδειλον ACC.SG NEUT κροκόδειλος NOUN 6
κροκόδειλον ACC.SG MASC κροκόδειλος ADJ 4
κροκόδειλον ACC.SG FEM κροκόδειλος ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

Κροκόδειλον ACC.SG MASC κροκόδειλος NOUN 1
κροκοδείλουσκατὰ ACC.SG MASC κροκόδειλος NOUN 1
κροκοδείλων ACC.SG MASC κροκόδειλος NOUN 1