διαλεκτικήν

Count: 20

ACC.SG FEM διαλεκτικός NOUN skilled in logical argument

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διαλεκτικήν ACC.SG FEM διαλεκτικός ADJ 26
διαλεκτικήν ACC.SG MASC διαλεκτικός NOUN 1
διαλεκτικήν ACC.SG FEM διαλεκτικus ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

διαλεκτικὴν ACC.SG FEM διαλεκτικός NOUN 2