μεγαλειότητος

Count: 20

GEN.SG FEM μεγαλοπρέπεια NOUN magnificence, elevation

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

μεγαλοπρεπείας GEN.SG FEM μεγαλοπρέπεια NOUN 50
τιμιότητός GEN.SG FEM μεγαλοπρέπεια NOUN 5
μεγαλειότητοϲ GEN.SG FEM μεγαλοπρέπεια NOUN 1