κατηγορῆται

Count: 20

PRES MID 3SG IND κατηγορέω VERB to speak against, to accuse

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

κατηγορῆται PRES MID 3SG SBJV κατηγορέω VERB 109
κατηγορῆται NOM.PL MASC κατηγορέω NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

κατηγορεῖται PRES MID 3SG IND κατηγορέω VERB 1,678
κατηγορεῖταί PRES MID 3SG IND κατηγορέω VERB 19
κατηγορειται PRES MID 3SG IND κατηγορέω VERB 4
κατηγορεῖται᾿ PRES MID 3SG IND κατηγορέω VERB 4
τηγορεῖται PRES MID 3SG IND κατηγορέω VERB 2
Κατηγορεῖται PRES MID 3SG IND κατηγορέω VERB 2
κατηγορειεται PRES MID 3SG IND κατηγορέω VERB 1
κατηγοροεῖται PRES MID 3SG IND κατηγορέω VERB 1
κατγορεῖται PRES MID 3SG IND κατηγορέω VERB 1
κατηγορεὶται PRES MID 3SG IND κατηγορέω VERB 1
κατηγορεῖτασι PRES MID 3SG IND κατηγορέω VERB 1
κατηγοῤεῖται PRES MID 3SG IND κατηγορέω VERB 1
κατηγορεῖτο PRES MID 3SG IND κατηγορέω VERB 1