δριμύτης

Count: 21

NOM.SG FEM δριμύτης NOUN pungency, keenness

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

δριμύτης GEN.SG FEM δριμύτης NOUN 12
δριμύτης NOM.SG FEM δριμύτης ADJ 3
δριμύτης GEN.SG FEM δριμύτης ADJ 2
δριμύτης NOM.SG MASC δριμύτης NOUN 1
δριμύτης NOM.SG MASC δριμύτης ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

δριμύτητα NOM.SG FEM δριμύτης NOUN 2
δριμύτηϲ NOM.SG FEM δριμύτης NOUN 2
δριμείασις NOM.SG FEM δριμύτης NOUN 1