μειρακίῳ

Count: 21

DAT.SG MASC μειράκιον NOUN a boy, lad, stripling

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

μειρακίῳ DAT.SG NEUT μειράκιον NOUN 113
μειρακίῳ DAT.SG MASC μειράκιον ADJ 7
μειρακίῳ DAT.SG NEUT μειράκιον ADJ 5
μειρακίῳ DAT.SG FEM μειράκιον ADJ 2
μειρακίῳ DAT.SG MASC μειρακίus NOUN 1
μειρακίῳ ABL.SG NEUT μειρακίum NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

Μειρακίῳ DAT.SG MASC μειράκιον NOUN 1
μειρακίᾠ DAT.SG MASC μειράκιον NOUN 1