διαστήματός

Count: 21

GEN.SG NEUT διάστημα NOUN an interval

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

διαστήματος GEN.SG NEUT διάστημα NOUN 639
διαστήματὸς GEN.SG NEUT διάστημα NOUN 2
διαστήματιος GEN.SG NEUT διάστημα NOUN 1
διαστή|ματος GEN.SG NEUT διάστημα NOUN 1