τιμιότητα

Count: 22

ACC.SG FEM μεγαλοπρέπεια NOUN magnificence, elevation

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

μεγαλοπρέπειαν ACC.SG FEM μεγαλοπρέπεια NOUN 75
μεγαλειότητα ACC.SG FEM μεγαλοπρέπεια NOUN 27
τιμιότητά ACC.SG FEM μεγαλοπρέπεια NOUN 6
μεγαλοπρεπίαν ACC.SG FEM μεγαλοπρέπεια NOUN 1
  Μεγαλοπρέπειαν ACC.SG FEM μεγαλοπρέπεια NOUN 1
μεγαλοπρεπείην ACC.SG FEM μεγαλοπρέπεια NOUN 1
μεγαλειότητά ACC.SG FEM μεγαλοπρέπεια NOUN 1