φιλοχρήματος

Count: 22

GEN.SG NEUT φιλοχρήματος NOUN loving money, fond of money

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

φιλοχρήματος NOM.SG MASC φιλοχρήματος ADJ 15
φιλοχρήματος NOM.SG MASC φιλοχρήματος NOUN 3
φιλοχρήματος GEN.SG MASC φιλοχρήματος ADJ 1
φιλοχρήματος GEN.SG NEUT φιλοχρήματος ADJ 1
φιλοχρήματος AOR MID NOM.SG NEUT PTCP φιλοχρήματος VERB 1

Other Forms With Same Analysis

φιλοχρήματοϲ GEN.SG NEUT φιλοχρήματος NOUN 2