περιγίγνονται

Count: 22

PRES MID 3PL IND περιγίγνομαι VERB to be superior to; to survive

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

περιγίνονται PRES MID 3PL IND περιγίγνομαι VERB 60
Περιγίνονται PRES MID 3PL IND περιγίγνομαι VERB 2
περιγίγνον PRES MID 3PL IND περιγίγνομαι VERB 1
Περιγίγνονται PRES MID 3PL IND περιγίγνομαι VERB 1
περιγίγνωνται PRES MID 3PL IND περιγίγνομαι VERB 1
περιγίνεται PRES MID 3PL IND περιγίγνομαι VERB 1