γελαστικὸν

Count: 23

ACC.SG NEUT γελαστικός ADJ inclined to laugh

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

γελαστικὸν NOM.SG NEUT γελαστικός ADJ 106
γελαστικὸν ACC.SG MASC γελαστικός ADJ 17

Other Forms With Same Analysis

γελαστικόν ACC.SG NEUT γελαστικός ADJ 16
γελαστικόν᾿ ACC.SG NEUT γελαστικός ADJ 2
γελαστικὸ ACC.SG NEUT γελαστικός ADJ 1