μεγαλοπρεπείᾳ

Count: 24

DAT.SG FEM μεγαλοπρέπεια NOUN magnificence, elevation

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

μεγαλοπρεπείᾳ NOM.PL FEM μεγαλοπρέπεια NOUN 2

Other Forms With Same Analysis

τιμιότητι DAT.SG FEM μεγαλοπρέπεια NOUN 20
τιμιότητί DAT.SG FEM μεγαλοπρέπεια NOUN 18
μεγαλοφροσύνῃ DAT.SG FEM μεγαλοπρέπεια NOUN 14
μεγαλειότητι DAT.SG FEM μεγαλοπρέπεια NOUN 14
μεγαλονοίᾳ DAT.SG FEM μεγαλοπρέπεια NOUN 9
μεγαλοπρεπίᾳ DAT.SG FEM μεγαλοπρέπεια NOUN 1
μεγαλοπρεπείῃ DAT.SG FEM μεγαλοπρέπεια NOUN 1
μεγαλοπρέπείᾳ DAT.SG FEM μεγαλοπρέπεια NOUN 1