πλεοναϲμὸϲ

Count: 25

NOM.SG MASC πλεονασμός NOUN superabundance, excess

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

πλεοναϲμὸϲ NOM.SG MASC πλεονασμός ADJ 15
πλεοναϲμὸϲ COMP ACC.PL MASC πλεονασμός ADJ 1
πλεοναϲμὸϲ COMP NOM.SG MASC πλεονασμός ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

πλεονασμὸς NOM.SG MASC πλεονασμός NOUN 45
πλεονασμός NOM.SG MASC πλεονασμός NOUN 14
πλεοναϲμῷ NOM.SG MASC πλεονασμός NOUN 9
ἀναδιπλασιασμὸς NOM.SG MASC πλεονασμός NOUN 8
Πλεονασμός NOM.SG MASC πλεονασμός NOUN 2
πλεοναϲμόϲ NOM.SG MASC πλεονασμός NOUN 1
Πλεονασμὸς NOM.SG MASC πλεονασμός NOUN 1