διδάσκαλός

Count: 25

NOM.SG MASC διδάσκαλος NOUN a teacher, master

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διδάσκαλός NOM.SG FEM διδάσκαλος NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

διδάσκαλος NOM.SG MASC διδάσκαλος NOUN 719
διδάϲκαλοϲ NOM.SG MASC διδάσκαλος NOUN 29
Διδάσκαλε NOM.SG MASC διδάσκαλος NOUN 1
διδάσκαλς NOM.SG MASC διδάσκαλος NOUN 1
Διδάλης NOM.SG MASC διδάσκαλος NOUN 1
διδδάσκαλος NOM.SG MASC διδάσκαλος NOUN 1
Διδάσκαλος NOM.SG MASC διδάσκαλος NOUN 1
διδασκάλων NOM.SG MASC διδάσκαλος NOUN 1
Διδάϲκαλοϲ NOM.SG MASC διδάσκαλος NOUN 1
διδάσκαΛος NOM.SG MASC διδάσκαλος NOUN 1
διδάχαλός NOM.SG MASC διδάσκαλος NOUN 1