διαλεκτική

Count: 26

NOM.SG FEM διαλεκτικός NOUN skilled in logical argument

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διαλεκτική NOM.SG FEM διαλεκτικός ADJ 43
διαλεκτική PRES ACT NOM.SG FEM PTCP διαλεκτικός VERB 1
διαλεκτική NOM.DU FEM διαλεκτικός NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

διαλεκτικὴ NOM.SG FEM διαλεκτικός NOUN 2
Διαλεκτική NOM.SG FEM διαλεκτικός NOUN 1